Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

''Walk'' Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης

Η ποιήτρια Χρύσα Βελησσαρίου μεταφράζει στα αγγλικά το ποίημα του Κωνσταντίνου Κοκολογιάννη "Περίπατος"





Walk

And as the dark night was taking the town, I closed the door of the apartment and
waved goodbye, as if it was my last time, I would be seeing it.
I took the hand of my loneliness and promised her to make a walk with her down town.
Hookers universali were guarding the corners of the old buildings, waiting for their next customer, even though-I know well, their eyes told me-
they wanted to grab the wall and become a part of it.
Drunks, with a half-full bottle in their arms,  smile to me,
but I hear loudly the weeping of their hearts.
Madmen nailed to the benches,feeling that way less frightened by their shadows, start to talk with and about nothing. Or do they just try to be themselves?
The birds are searching a nest to find  some pleasure and I open the labyrinth of my soul to get them inside.
Everything is in vain and hurts
and the nightmares similar to some diseases
become chronic and follow life,
just like the loneliness always do.


Translation: Chryssa Velissariou



Περίπατος

Και καθώς το σκοτάδι κυρίευε την πόλη, έκλεισα την πόρτα του διαμερίσματος και
το χαιρέτισα σα να ήταν η τελευταία μου φορά που το έβλεπα.
Έπιασα από το χέρι τη μοναξιά μου και της υποσχέθηκα περίπατο στην πόλη.
Πόρνες universali φύλαγαν τις γωνιές των παλαιών πολυκατοικιών περιμένοντας τον επόμενο πελάτη, κι ας, το ξέρω καλά, μου το είπαν τα μάτια τους,
ήθελαν με τα νύχια τους να γραπωθούν στον τοίχο και να γίνουν κομμάτι του.
Μεθύστακες με το μισογεμάτο μπουκάλι αγκαλιά να μου χαμογελούν,
αλλά ακούω δυνατά το κλάμα της καρδιάς τους.
Τρελοί καρφωμένοι στα παγκάκια, έτσι δεν τους φοβίζει η σκιά τους πιάνουν κουβέντα
με το τίποτα ή είναι ο εαυτός τους;
Τα πουλιά ψάχνουν φωλιά για λίγη ηδονή και εγώ ανοίγω το λαβύρινθο της ψυχής μου
για να μπουν μέσα.
Όλα είναι μάταια και πονάει
και οι εφιάλτες σαν τις αρρώστιες γίνονται μόνιμες και σε συντροφεύουν μια ζωή,
όπως η μοναξιά.



Το ποίημα, μαζί με άλλα ποιήματα νέων Ελλήνων ποιητών θα το βρείτε εδώ

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Ο Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης ως ανθολόγος και επιμελητής, παρουσιάζει την ποιητική συλλογή της Θεοδώρας Σουκιούρογλου "Σκιές στο Χρόνο κι ένα Ταξίδι" από τις εκδόσεις Αρμίδα




Εχθές, 8-11-2012, είχαμε τη χαρά να βρεθούμε στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής της Θεοδώρα Σουκιούρογλου, στην γκαλερύ ''Αισχύλου 83'' απέναντι από το γυμνάσιο Φανερωμένης στην παλιά Λευκωσία.

Στιγμιότυπο από τα εγκαίνια 

Στιγμιότυπο από τα εγκαίνια 


Κατά τις 8 η ώρα το βράδυ, με τη βροχή να κάνει έντονη την παρουσία της στην πόλη και αφού ταξιδέψαμε μέσα από τους πίνακες της ζωγράφου, ξεκίνησε η παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Θεοδώρας.



«Σ’ αυτή τη δουλειά έγραψα πρώτα και μετά ζωγράφισα», μας εξηγεί η δημιουργός και συνεχίζει.

«Την επαφή που είχα με εκείνη την άλλη πλευρά, την σκοτεινή της ψυχής. Εκεί που το μυαλό παλεύει να υπάρξει και ο πόνος μας εξυψώνει. Στους πίνακες είναι η κατάσταση της ψυχής, στο βιβλίο η εξύψωση. Ζωγραφική και λέξεις είναι ένα. Περιγράφουν το πρόσωπο το φανερό και το άλλο το κρυμμένο».



Το ημερολόγιο, χωρίζεται σε 3 μέρη.
Το πρώτο μέρος, σκιές στο χρόνο, είναι κι αυτό ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι προς τον εσωτερικό κόσμο της δημιουργού, με προορισμό την ψυχή της.
Βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση, έχει την εντύπωση ότι κάπου είναι κρυμμένη, διερωτάται

Που κρύβουν τη ψυχή.


Ερωτήματα που προσπαθεί να απαντήσει σε αυτό το δύσκολο και επώδυνο ταξίδι. Ένα ταξίδι που την γεμίζει πληγές και πόνο, όπου ο φόβος για το άγνωστο καραδοκεί

Φοβάμαι το άγνωστο που στέκει εκεί μπροστά μου...

αναφέρει η ποιήτρια

Θέλει δύναμη και θυσίες η αυτοπραγμάτωση.


Η Θεοδώρα που  προσπαθεί να κουβεντιάσει με τον εαυτό της, να συμφιλιωθεί, να τον φιλέψει κι άλλοτε να τσακωθεί μαζί του.
 Του γράφει μέσα από ένα ταξίδι στο χρόνο, στον τόπο, στην αγωνία.

Σε αυτό το πρώτο μέρος του ημερολογίου, ζούμε ένα ταξίδι στο χρόνο, στο χρόνο και την αγωνία του


Πέρασαν τόσα χρόνια και είμαι εδώ
Στο κατώφλι της ζωής,
Σ’ ένα οριακό σημείο της ύπαρξης μου


Η Θεοδώρα γυρνάει στο παρελθόν, θυμάται, μετανιώνει, κλαίει δάκρυα λύτρωσης.
Παρόλ’ αυτά δεν μένει αγκιστρωμένη στο παρελθόν, κοιτάζει το παρόν, αναλογίζεται το μέλλον

Τα χνάρια μπρος μου,
Αυτά που δεν πάτησα ακόμη
Μα τα βλέπω,
Το μέλλον.

μας αφηγείται και μας αφήνει να συλλογιστούμε το αιώνιο ερώτημα

Υπάρχει ο χρόνος τελικά;


Θεοδώρα Σουκιούρογλου


ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ

Ετοιμάζω τα πράγματα μου,
Τετράδιο, χαρτιά, μολύβια.
Τη ζώνη και το μαχαίρι.
Τύλιξα τους γεωλογικούς χάρτες στο σακίδιο,
Φόρεσα τα στολίδια στο λαιμό
Και στο καρπό το δερμάτινο βραχιόλι.
Έδεσα το μαντήλι στο μέτωπο,
Δίπλωσα τα φτερά μου.
Σήμερα λέω να μην πετάξω,
Να περπατήσω μόνο.





Το δεύτερο μέρος του ημερολογίου, το καθεαυτό ταξίδι έχει τον υπότιτλο Της φύσης τα ποιήματα

Μέσα από τα δικά της μάτια,μέσα από τις διαδρομές και τις συνομιλίες της με την φύση της Κύπρου

Μας Ταξιδεύει....
  στον Ακάμα:

Τη γαλήνια θάλασσα κάτω στους γκρεμούς,
Πετράδι ακατέργαστο.
Θυμάμαι τα σύννεφα να σπρώχνουν τον ήλιο
Ψηλά στο βουνό του Ακάμα


Στα  Πέρα, στα  Κιόνα, στον Πρόδρομο, στην Κοιλύνια.

Και όταν διαβάσουμε και ξαναδιαβάσουμε τα ποιήματα,(γιατί  ποιήματα είναι όλες οι ημερολογιακές της καταθέσεις) Σε αυτό το δεύτερο μέρος, μας αποκαλύπτεται η τόσο δυνατή σχέση ανάμεσα στη δημιουργό και τη φύση  της Κύπρου.
Η φύση και  η ψυχή της ποιήτρια γίνονται ένα.
Η Θεοδώρα καταφέρνει μέσα από την περιγραφή των τοπίων, να περιγράψει μια ψυχική κατάσταση που είτε γεννιέται  από τις εικόνες που έχει  μπροστά στα μάτια της, είτε τη ψυχική της κατάσταση, τη συμμερίζεται η φύση, και σαν φίλη της, συμπάσχει μαζί της.

όπως στο ποίημα ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ 97


Γρήγορα κατηφορίζει ο άνεμος
Να ρίξει τους τοίχους
Να ανασηκώσει το βρεγμένο χώμα.
Φωνάζει
Σπρώχνει
Θέλει χώρο,
Πλάνταξε.
Τα δέντρα ζαλισμένα γονάτισαν.

Θεοδώρα Σουκιούρογλου


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ

Είχα στα χέρια μου ένα θαύμα.
Το έζησα,
Το ρούφηξα,
Το έπλασα ξανά και ξανά ως εκεί που άντεχα
Και λίγο πάρα πέρα.
Πήρα φόρα και βούτηξα στα νερά,
Δοκιμάστηκα.
Δεν άντεξα.
Όταν το θαύμα δεν κράτησα
Συνέχισα μόνη να περπατώ.
Μετά ένοιωσα τον απόηχο του.
Αφέθηκα στη θύμηση μέσα να παρασύρομαι
Και πόνεσα.
Τώρα λέω, πως έτσι έπρεπε να γίνει.
Τώρα που τέλειωσε.
Θέλω να ξαναγυρίσω πάλι στο ίδιο μέρος,
Στο σημείο που τα νερά χωρίστηκαν,
Στην όχθη του ποταμού
Όταν έκλαψα και ζήτησα,
Εκεί που γύρισα τον άνεμο
Και τάραξα το σύμπαν.
Κλαίω πάνω στα νερά.
Επιστρέφω και την τελευταία σταγόνα
Που πήρα.




Το τρίτο μέρος  είναι  άλλο ένα ταξίδι, με υπότιτλο Νερό είναι ο έρωτας



Ένα ταξίδι, στο οποίο το νερό μετουσιώνεται σε έρωτα, σε δάκρυα, σε υγρά, σε ιερό ποτάμι.
Είναι μια βουτιά στον έρωτα, στον πόθο, στα συναισθήματα που γεννιούνται.
Σ’ έναν έρωτα που δεν υπάρχουν αρσενικά και θηλυκά ...

Στο νερό κι’ επιπλέω.
Γυναίκα είμαι και το νοιώθω.
Ερωτεύομαι
Υγραίνομαι.
Φουσκοθαλασσιά η ψυχή.

θα ήθελα να κλείσω με τα παρακάτω λόγια:

Το βιβλίο αυτό πότε με ψίθυρους και πότε με κραυγές,
είναι η  βαθιά και ειλικρινή φωνή μιας γυναίκας στην πορεία της αυτοπραγμάτωσης.
.

Στην αρχή το πρώτο κλάμα.
Μετά η φωνή
Αργότερα ο λόγος, η κραυγή
και τέλος η ποίηση     


Θεοδώρα Σουκιούρογλου

Η Θεοδώρα Σουκιούρογλου είναι ζωγράφος με 7 ατομικές εκθέσεις




"ΑΡΑ ΕΙΧΕ ΔΙΚΙΟ Ο ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ" Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος, εκδόσεις Αρμίδα

Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΕΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ-ΛΑΖΑΡΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΚΟΛΟΓΙΑΝΝΗ "ΑΡΑ ΕΙΧΕ ΔΙΚΙΟ Ο ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ" εκδοσεις ΑΡΜΙΔΑ



Άρα είχε δίκαιο ο Μπωντλαίρ, είναι ο κρυπτογραφικός τίτλος της ποιητικής συλλογής του Κωνσταντίνου Κοκολογιάννη που μας προλαμβάνει συμπερασματικά και μας προκαλεί να κάνουμε ανάστροφη πορεία αποκρυπτογράφησης μέσα από τους στίχους του.

Ο τίτλος είναι προκλητικός για συζήτηση. Είχε δίκαιο ο Μπωντλαίρ ως προς τον τόνο της απόλυτης χωρίς όρους αλήθειας; Στην άποψη του ό, τι το φυσικό είναι και αποτρόπαιο; Στη ροπή του να σκανδαλίσει και να προκαλέσει, πότε με τη ζωή πότε με τα έργα του, ή μήπως για την αμφίθυμη στάση του απέναντι στη γυναίκα; Είναι μόνο μερικά ζητήματα από όσα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει.  Ποια σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με τα ποιήματα του Κωνσταντίνου Κοκολογιάννη;

Αποφεύγω να μιλήσω περισσότερο για τον τίτλο του έργου και τον Μπωντλαίρ για δύο λόγους. Πρώτα γιατί η γοητεία της ποίησης του Μπωντλαίρ και το προσωπικό ενδιαφέρον μου γι αυτήν μπορεί να με παρασύρει απομακρύνοντας μας  από το αποψινό μας θέμα και δεύτερο γιατί αν και λατρεύω την ποίηση του Μπωντλαίρ και με γοητεύει και ο ίδιος ο Μπωντλαίρ ως ύπαρξη, δεν του βρίσκω σε όλα δίκαιο. Το θέμα μας είναι όμως το έργο του Κωνσταντίνου Κοκολογιάννη και σε αυτό επανέρχομαι.

Αντιποιητικός ο λόγος του. Μιλάει νέτα σκέτα και τολμηρά. Δεν υπάρχουν πολλές αναγνώσεις στα περισσότερα ποιήματα, ούτε πολυσημία, λες και απεχθάνεται την ποιητικότητα ως μια ακόμη μάσκα, ως ένα ακόμη ψέμα από αυτά που θυμωμένος καταγγέλλει. Σκληρότητα και τρυφεράδα μαζί. 

Πώς προκύπτει η ποίηση; Από το γεγονός ότι ποίηση δεν είναι οι ιδέες του ποιητή αλλά η τέχνη να μας μεταφέρει με λέξεις τις  κινήσεις των σπλάγχνων του.

Εφροσύνη Μαντά-Λαζάρου ποιήτρια, συγγραφέας, εκπαιδευτικός

Η ποιητική συλλογή αποτελείται από τέσσερις ενότητες. Αναφέρονται χωρίς άλλο ιδιαίτερο επεξηγηματικό τίτλο ως μέρος πρώτο, δεύτερο κοκ. Μοιάζει ως να παρακολουθούμε σε τέσσερις κινήσεις την καρδιά του ποιητή. Την κίνηση των σπλάγχνων του.

Ο Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης αρχίζει χαϊδεύοντας τις πληγές των άλλων, των έσχατων αδελφών. Οι μετανάστες, οι ξένοι εργάτες-δούλοι, ο μοναχικός, ο περιθωριακός, η πόρνη, ο αλκοολικός, είναι τα πρόσωπα που στα ποιήματα του τα προσεγγίζει με την αγάπη του αδελφού· εξανθρωπίζει αυτό τον κόσμο έως και τον εξαγιάζει. Αντίθετα κάποια άλλα πρόσωπα παρελαύνουν ως αντικείμενα μίσους και απέχθειας για τον ποιητή: κύπριοι νεοσουλτάνοι που επιδεικνύουν πλούτο κι εξουσία, απαίδευτοι και απολίτιστοι άνθρωποι. Υποκριτές χριστιανοί, υποκριτές εκκλησιαστικοί άρχοντες, ανάλγητοι πολιτικοί με ξύλινη γλώσσα. Καταγγέλλονται και στηλιτεύονται με έντονο θυμό, με σαρκασμό και ειρωνεία. Η σύγχρονη μορφή δουλείας του ξένου εργάτη, η μοναξιά του υπολογιστή και του διαδικτύου, ο βιασμός της φύσης, η απονέκρωση της ψυχής με τον ίδιο τρόπο που νεκροί ζωντανοί τρεφόμαστε από καρπούς μιας δηλητηριασμένης γης. Οι παλιές και νέες πληγές του κόσμου αποξένωση, έλλειψη επικοινωνίας, εξαρτήσεις, η πείνα στην κυριολεξία και η υπαρξιακή πείνα είναι τα θέματα του έργου.

Το φαγητό ήταν στρωμένο και χωρίς προσευχή,
 η πείνα ήταν μεγάλη
Το μαρούλι πεθαμένο δε μύριζε το χώμα που το έθρεψε,
αλλά οργανοφωσφορικό δηλητήριο,
και το κρέας μας λέει την ιστορία του και πώς ήταν,
όταν γεννήθηκε στο εργαστήριο βιοτεχνολογίας κάπου στην Αυστραλία.
Μας κόπηκε η όρεξη, η ιστορία ήταν συγκινητική,
νηστικοί αλλά ζωντανοί, ως πότε;

 Τα ανθρώπινα δράματα, τους πρωταγωνιστές των οποίων αναφέραμε ήδη, τα κοινωνικά, τα πολιτικά τα υπαρξιακά προβλήματα δεν απασχολούν τον Κωνσταντίνο στο έργο του. Βιώνονται από έναν νέο άνθρωπο που ζει την εποχή του, βλέπει, διακρίνει, συγκινείται, συνειδητοποιεί  . Το βίωμα γίνεται ποίηση πριν καν γραφτεί σε στίχο.

Πλησιάζει στη συνέχεια, θα τολμούσα να πω, σχεδόν επικίνδυνα, τις δικές του πληγές ο ποιητής. Ο έρωτας, η σαρκική απόλαυσή του, η σπαρακτική διεκδίκηση  της ένωσης με την ψυχή του ερωτικού συντρόφου, ο έρωτας ως φυγή, ως απόγνωση, ως αυταπάτη. Η ζήλεια, η αμφιβολία, ο έρωτας στη μοναξιά του, ως οδύνη και πόνος. Πάντα ο έρωτας υπαρξιακά,  χρεωλύσιο του θανάτου. Ο ξορκισμός παλιών φαντασμάτων, παιδικοί εφιάλτες, παθιασμένα αιτήματα αγάπης από τους σημαντικούς άλλους της παιδικής ηλικίας, από την ερωμένη, την αγαπημένη, οι φόβοι της απόρριψης, της φθοράς, του θανάτου, οι ανασφάλειες, κρυφές ενοχές. Πότε αρπάζεται ο ποιητής από την πίστη στην αγάπη, αν και συχνά σε αμφιβολία και αμφιθυμία, παραδέχεται ταυτόχρονα  πως η αγάπη δεν νικάει πάντα. Πότε ετοιμάζεται να παραδοθεί στην ήττα, πότε μάχεται ακόμη κι αγωνίζεται πιστεύοντας στη δύναμη μιας ελπίδας ότι μπορεί κανείς να πάρει τον έλεγχο της ζωής του.

 Στο τέταρτο και συντομότερο μέρος ομολογεί την παραίτηση, την άρνηση, τη φυγή.  Στο τέλος όμως έρχεται να υψώσει την άρνηση της φυγής. Ο ποιητής τότε καταφεύγει στις λέξεις του. Στη γραφή που ξορκίζει τους εφιάλτες του. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως είναι μια άλλη φυγή αλλά για τον Κωνσταντίνο είναι μια κάθαρση κι ένα φως, μια ελπίδα. Ο ποιητής σώζεται από τους άλλους και τον εαυτό του μέσα στην ποίησή του.






Ο λόγος του Κωνσταντίνου Κοκολογιάννη  είναι αντιποιητικός σε πολλά ποιήματα. Μιλάει νέτα σκέτα και τολμηρά. Δεν υπάρχουν πολλές αναγνώσεις ούτε πολυσημία, λες και απεχθάνεται την ποιητικότητα ως μια ακόμη μάσκα, ως ένα ακόμη ψέμα από αυτά που θυμωμένος καταγγέλλει.

Χαμογελώ, γελώ, κάνω αστεία
Η μάσκα

Δε ζηλεύω, δε θυμώνω, είμαι υπομονετικός
Φταίει η μάσκα
Ζηλεύω; Θυμώνω;... Δεν ξέρω..
Είναι η μάσκα

Ποιος είμαι; Τι νιώθω; Νιώθω;
Κατατονία… είναι η μάσκα

Την πετώ! Την πέταξα;... Είμαι εγώ;... Ποιος είμαι εγώ;
Η Μάσκα.

Ακόμη ένα απόσπασμα χαρακτηριστικό για το ρεαλισμό και τα εκφραστικά μέσα όπως τα αναφέραμε :

Παλιοσίδερα, τούβλα, κεραμίδια, πισίνες,
αφού πήραν αξία και βαπτίστηκαν μετά παπάδων και μητροπολιτών,
πολυτέλεια, μεταμορφώθηκαν σε βδέλλες

σαν πρόβατα περιφερόμαστε, σαν άδικες κατάρες,
να νοιαζόμαστε μόνο για το μαμ, κακά και νάνι
έχοντας χάσει κάθε νόημα και αξία στη ζωή.

Όσο πιο λυπημένος όσο πιο πολύ οργισμένος όσο πιο καταγγελτικός ό λόγος του ποιητή τόσο πιο πεζές έως «κακές» οι λέξεις του.

Τολμηρός και προκλητικός δεν είναι μόνο για το ρεαλισμό των εικόνων και για την παρουσίαση της ερωτική πράξης με πεζούς όρους, καθαρό λεξιλογιο της φυσιολογίας, της σάρκας και της λειτουργίας της.
Προκαλεί  περισσότερο όταν  μας λέει για παράδειγμα:

 Οι ατυχίες σα χαλάζι σε χτυπάνε
          κι ας έξω κάνει καύσωνα
λες κι ο Θεός παίζει μαζί σου.

Μπάσταρδε πήγαινε να παίξεις αλλού!

Και πίσω από την οργή έως και κακίες του, προβάλλει μια υπερβολική ευαισθησία, ακούγεται η φωνή και η έκκληση μικρού παιδιού:

Μόνος
Νιώθω μόνος
στη μέση της λυπημένης θάλασσας 

Σκληρότητα και τρυφεράδα μαζί.  Ο θυμός είναι η μεταμφίεση της λύπης, η λύπη της ματαίωσης, η ματαίωση φανερώνει πως υπήρξε πριν η προσδοκία. Ο τόνος έχει μια διακύμανση μεταξύ του κραυγαλέου θυμού και άγχους, της θλιμμένης μελαγχολίας,  και της απάθειας πάνω από το κενό, την έλλειψη  επικοινωνίας, την αποξένωση, την αλλοτρίωση.

Στο ποίημα Κωλοδάκτυλο συναντούμε όχι μόνο τα πιο πάνω εκφραστικά μέσα αλλά και τον αιφνιδιασμό.

Ο χρόνος κυλάει, τα λεπτά, οι ώρες, τα χρόνια
τρέχουν σαν καταρράκτης
κι εγώ θεατής, τα κοιτώ.
Γυμνός, με σκυμμένο το κεφάλι όχι από ντροπή,
αλλά έτσι με μάθαν από παιδί.
Οι αφεντάδες μου από τις πολυθρόνες τους
βιάζουν το χρόνο μου
και μου πετούν πενταροδεκάρες για να σιωπήσω.
Μου βάζουν κωλοδάκτυλο και με ύφος συμπονετικό μου λένε:
«έτσι είναι η ζωή»
Στο διάβολο!
την ψυχή μου θα δώριζα για να γίνω βιβλίο…

Ο αιφνιδιασμός/έκπληξη  είναι ο αναπάντεχος τελευταίος στίχος

την ψυχή μου θα δώριζα για να γίνω βιβλίο…

Σκληρός ο Κωνσταντίνος για τους άλλους σκληρός όμως ίσως και περισσότερο είναι και για τον ίδιο τον εαυτό του.

- Ας πρόσεχες φίλε... Όπως έστρωσες κοιμήσου…
... για πάντα…



Φανταστείτε μια μέρα ένα πρωί συναντάτε έναν άνθρωπο, φίλο γείτονα συνάδελφο και του λέτε καλημέρα… ποια έκπληξη μπορεί να προέλθει από μια καλημέρα;

Ξεκινώ για τη δουλειά,
τα πόδια βαριά, η καρδιά βαριά,
μια νέα εβδομάδα ξεκινά, όπως κάθε φορά σα φαύλος κύκλος.
Καλημέρα!
Με περιπαίζεις; 


Η αντίθεση των εικόνων είναι χαρακτηριστική και παρακολουθεί την αντίθεση στον τόνο και στα  συναισθήματα όπως αναφερθήκαμε μόλις πιο πάνω.

Απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντας εργασία (και λεφτά),
ήλιο, αέρα, πασχαλίτσες, χρωματιστές βιολέτες.
Επιτρέπεται η είσοδος σε μύγες, καρκίνους και λοιπές αρρώστιες.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το λεξιλόγιο και οι εικόνες που προέρχονται από  τον κόσμο της φυσικής, της χημείας, των λιπασμάτων των φαρμάκων και γενικότερα από το χώρο άλλων γνώσεων και επιστημών. Πώς τους μεταχειρίζεται ο Κωνσταντίνος ως ποιητικό κώδικα. Και πάλι παρουσιάζεται το στοιχείο του αιφνιδιασμού όταν μέσα στον στεγνό έως έρημο κόσμο της επιστήμης, της λογικής,  αναπηδούν ένα δυο στίχοι από την ψυχή και το συναίσθημα για να βάλουν φωτιά κι ενέργεια ανατρέποντας το σκηνικό, δηλώνοντας πέραν του μηνύματος που μεταφέρουν κάτι γενικά αισιόδοξο: ότι είμαστε ακόμη άνθρωποι παρά την αποξένωση και τη μηχανοποίηση.

Όπως στο ποίημα: Ποιητής;

Κάθομαι σε μια καρέκλα που τρίζει από το βάρος μου, 97 κιλά
είναι η μάζα μου, το βάρος μετριέται σε Nt. Κιλά μονάδα μέτρησης στο διεθνές σύστημα (S.I.). Στο M.K.S.A. είναι τα γραμμάρια.
Η ζέστη δυνατή κι ας έχει δύσει ο ήλιος, 28°C δείχνει το θερμόμετρο.
          Κέλσιος, Φαρενάιτ, Ρεώμυρος, Κέλβιν.
          Το απόλυτο μηδέν είναι -273,15°C
Το δωμάτιο είναι μεγάλο, δε φωτίζεται όλο.
          8x4x3m πόσο είναι ο όγκος του σε κυβικά μέτρα;
          Πόση είναι η υποτείνουσα της σκιάς που φαίνεται στον τοίχο;
Ο υπολογιστής μπροστά μου ανοιχτός έχει πάρει διαταγή από εμένα να παίξει μουσική
          01001011011101 δυαδικό σύστημα, μόνο έτσι με καταλαβαίνει
Ο καπνός του τσιγάρου ανεβαίνει διστακτικά στο ταβάνι
          Κίνηση Brown
Το χαρτί λευκό πάνω στο γραφείο
          Tabula Rasa
          Dum Spiro Spero
          Κρίμα δεν έκανα ποτέ μου λατινικά
Και τα λίγα αρχαία ελληνικά πνίγηκαν σε διάλυμα:
          οξύ + βάσις à άλας + νερό

Πώς να γράψω;
Οι λέξεις αποτελούνται από γράμματα κάθε γράμμα αντιστοιχεί σε έναν αριθμό
          το α’ είναι το 1, το β’ το 2, ..., το κ’ το 20

Κι εγώ από μικρός το μόνο που ήθελα ήταν να γράφω ποιήματα.
           


Τι θέλει να πει ο ποιητής είναι η πιο άστοχη ερώτηση που κάνουμε στα σχολεία οι φιλόλογοι. Τι θέλει να πει ο τίτλος επανέρχομαι είναι η προσωπική ανάγνωση του καθενός.

Μια και ο Κωνσταντίνος διάλεξε τον Μπωντλαίρ στον τίτλο θα  ήθελα απλά να κλείσω με την αποτύπωση μιας δικής μου αίσθησης σχετικά . Μελετώντας τα θέματα, τα πρόσωπα που παρελαύνουν και επιχειρώντας μια συναισθηματική ακτινογραφία του αφηγητή που έστησε ο ποιητής, τολμηρά παρουσιασμένη στους στίχους του, αισθάνομαι την ανάγκη να πω στο φίλο Κωνσταντίνο με πολλή αγάπη το εξής: Η περίπτωση του Μπωντλαίρ ήταν η περίπτωση της υπέροχης αισθητικής νίκης που κατήγαγε ένας ηττημένος άνθρωπος. Εύχομαι Κωνσταντίνο σε σένα κάτι πολύ καλύτερο. Να φτάσεις ένας νικητής άνθρωπος σε μια υπέροχη αισθητική νίκη με τη συνέχεια του ποιητικού έργου σου. 


Την ποιητική συλλογή μπορείτε να την προμηθευτείτε από: 


''ANIMA'' Konstantinos Kokologiannis, Ta.Ti. edizioni




Antipoetiche le sue opere. Scrive parole nude e forti. Non hai bisogno di tante letture nella maggior parte delle sue poesie per capirle.
Non usa tanti punti interrogativi, esclamativi, etc.
Detesta il modo poetico, come un’ altra maschera, come un’ altra bugia, ed arrabiato denuncia. Durezza e morbidezza insieme.

Come sboccia la poesia? Dal fatto che la poesia non siano le parole del poeta, ma l’ arte di trasferirsi con le parole nel movimento delle viscere del poeta.

Efrosini Manta-Lasarou (poetessa)




Abraxas

Nella stanza buia, che il tempo per un attimo l’ ha dimenticato,
le candele tremolano, le fiamme formano ninfe di Venere
che si scatenano in orge di compiacimento ,
le nostre ombre dal delirio del pathos si sono unite prima dei nostri corpi,
il letto si è perso nel mezzo del turbinio dell’ amore,
i nostri corpi nudi viaggiano all'infinito e lottano per l'unirsi con morsi e baci.
maschio e femmina non esistono più, ma si alternano finchè un’ esistenza consustanziale ed edindivisibile prenderà il loro posto e poi si transormerà in luce di orgasmo e raggiunge la deificazione
... Abraxas 

Passeggiata

E siccome l'oscurità ha sopraffatto la città, chiudo la porta dell'appartamento e
l’ho salutato come se fosse la mia ultima volta.
Ho afferrato la mano della mia solitudine e gli ha promesso una passeggiata in città.
Puttane universali custodivano gli angoli dei vecchi edifici in attesa del prossimo cliente, anche se, lo so bene, mela hanno detto i loro occhi
volevano inchiodarsi con leloro unghe al muro e diventare parte di esso.
Ubriachi abbracciati con mezza bottiglia piena mi sorridono,
ma ho sentito fortemente il pianto del loro cuore.
Pazzi inchiodati ai banchi, in modo che non gli fa paura la loro ombra parlano
a nulla o sono se stessi?
Gli uccelli cercano un nido per un po’ di piacere e apro il labirinto della mia anima
per fargli entrare.
Tutto è vano e doloroso
e gli incubi, come le malattie sono permanenti e ti accompagnano una vita
come la solitudine



Nato ad Atene nel 1977, ha vissuto per 19 anni in varie città di Grecia, per motivi di lavoro di suo padre. Ha visutto per 9 anni in Italia (Reggio Calabria), dove ha studiato. Nel corso degli ultimi 6 anni vive e lavora a Nicosia di Cipro.

Breve biografia:

Laurea presso l'Università Mediterranea di Reggio Calabria, Facoltà Agraria con master in enologia e
laurea presso l'Associazione Italiana Sommelier – sommelier
Master in Economia e Commercio all'Università di Nottingham Trend


Antologie poetiche con le mie poesie:

·        Antologia Aperta - 5 Incerti SOS (Bottiglie di naufraghi) Edizioni del Calatino,

·        Antologia di poeti conteporanei 'La Maschera' - Poesia e rivoluzione,

·        Sulla via di Muro Lucano-Alla ricerca di San Gerardo Majella,Itinerario Poesia 8.

·        Il suono del silenzio – Ta.Ti. edizioni

·        Marguerite Yourcenar - Montedit edizioni

·        Rivista «Αντί επί Λόγου» Dicembre 2011

·        Rivista «Δευκαλίων» Marzo 2012

·        Città di Monza – Montedit edizioni

·        The Global Poetry Library Poem – “A Walk” by Konstantinos Kokologiannis



Premi:

• 4 ° premio nel concorso di poesia: Premio Letterario Internazionale di Poesia e Narrativa "Città di Recco"

• 1 ° premio per il premio "Sikeliana" 2011

• lode in Panellenico Concorso Letterario organnizato dall’Unione Ellenica degli Scrittori, 2011



Articoli:
                                    Rivista «Sommelier Italiano» Maggio 2006 titolo dell’articolo «Crocevie del vino – Cipro»
                                    Rivista "Anti epi Logu" giugno 2012, titolo dell’ articolo – Recensione del libro «L'Europa nella poesia cipriota» dall’Armida edizioni
                                     

I miei libri:
                                    Raccolta poetica (in greco) intitolata «Quindi aveva ragione Baudelaire», edizioni Αρμίδα, Giugno 2012  

                                    Raccolta poetica (in italiano) intitolata «Anima» Ta.Ti. edizioni, Luglio 2012 

Antologia delle più belle poesie del premio “Città di Monza

Partecipazione di Konstantinos Kokologiannis con la poesia “Tavolo”


Τavolo

Ci siamo seduti intorno al tavolo, che alcuni dei,  lo considerano consacrato,
il cibo era preparato, e senza preghiera, la fame era grande,
abbiamo alzato la forchetta il primo boccone in bocca
Il mais ci fissava con i suoi piccoli occhi come quelli di un topo
e ha gridato; ‘OGM, OGM!’ ... Cosa si intende?
La latugga morta e non aveva profumo di terra, ma veleno di piretro
e la carne ci racconta la sua storia e come è nato in un laboratorio di biotecnologieda in qualche parte di Australia.
La fame sene andata, la storia è stata toccante,
afamati, ma vivi, fin quando?
Il denaro non si mangia e non lo capiscono i collezionisti maniacali




Queste poesie le trovate nella prima raccolta poetica di Konstantinos Kokologiannis intitolata "Anima" Ta.Ti. Edizioni quì

Antologia Aperta 5 - INCERTI S.O.S. - bottiglie di naufraghi)

Partecipazione di Konstantinos Kokologiannis con le poesie “Vattenne”, “Paura”, “Perduto”




Vattenne


Pulman passi
di fronte i miei occhi
Te ne vai
Come i miei pensieri
Come figure umane

Grazie
Ma non verrò con te
Rimarrò quà

Basta!
Non posso più
scappare dai i miei pensieri
scappare per salvarmi dalla paura
scappare perchè ho paura della paura

No, non voglio andarmene per qualcos’ altro
No, non voglio partire e tornare

Rimarrò qua
Qua, mi amano
Qua amo
Qua mi sento bene

Rimarrò qua
Con l’amore mi sento completo
Nell’ amore trovo la forza

Rimarrò qua
Lotterò
non partirò questa volta
nemmeno un’altra volta
Loterrò
e vincitore uscirò

Vattenne pulman
Vattenne
non aspettarmi
ho preso la mia decisione
le mie gambe hanno fatto le radici
in questa isola

Rimarrò qua




Paura

Il telefono suona
Silenzio dall’ altra parte
Silenzio
che mette nuvole
nel cielo soleggiato.

Da due giorni
la melancolia ti conquista
da due giorni
la preoccupazione mi conquista.

Paura
Paura di perdita
Paura
Pieno di paura
I miei pensieri una paura
Incubi di separazione
Incubi di cuore
Paura ovunque

Saltimbanco
con il naso rosso
con una camminata stupida
e con soriso buffo
dicendo barzelette

soriso e luce
voglio provocare
nella tua adorabile fanciula
nel tuo cuore
nella tua anima

Soriso e luce
Bacio ed amore
voglio provocare 

solo così
se ne andrano le nuvolle
dal mio cielo




Perduto

Barca senza nome
Barca senza remi, senza vela
E sono dentro di lei senza bussola
Nel mare della tristezza
Mare griggio, calmo, funebre
ed io veleggio
Dove vado?

La melancolia come nebbia gelida
copre tutto.
Passa dai pori della pelle
e allaga il mio cuore
la mia anima
la mia mente.

Voglio gridare,
ma la voce non esce.
Anche lei è ghiacciata come tutto il mio corpo.

Incubi vivi dall’Iberia
Mi seguono
E nemmeno gli angeli con il dolce sorridente viso
che arrivano per aiutarmi possono calmare
il mio dolore.

Gli incubi sono presenti e
mi fanno impazire
Voglio togliere la mia testa e buttarla al mare,
così non dovrò più pensare...

‘La soluzione facile cerchi di nuovo’
una voce da nulla mi dice e continua
‘Lottare
Combattere
 Non devi avere paura di perdere’

rispondo
 ‘Fa freddo e c’è buio,
guarda le mie mani,
sono piccoli,
insanguinati dalle picchiate,
pieni di liquidi maschili.
Guarda il mio corpo,
pieno di lividi dalla violenza e dalla auto-punizione.
Guarda i miei polmoni,
neri dal fumo di erba
Non respiro.
E la mia anima
Quanto può resistere,
viva ma morta
dalla educazione dei genitori?’

‘Lottare
combattere
hai la forza.
Non devi avere paura se perdi
non perderai,
solo vincerai’
sempre la stessa voce..

‘Cosa vincerò?’ ho chiesto
‘Te stesso’ risponde
‘Il mio Angelo, lo avrò?
Devo condividerlo cogli incubi?
O me lo caccierano per sempre lontano da me?
Rispondi! Rispondi!
Non hai una risposta ora?
Non hai una risposta nella mia domanda più importante?
Dove sei?
Ti sei sparita?’

Solo
mi sento solo
nel mezzo del mare triste
cogli incubi che mi tolgono piano piano la vita




Queste poesie le trovate nella prima raccolta poetica di Konstantinos Kokologiannis intitolata "Anima" Ta.Ti. Edizioni quì

"Premio Internazionale di Poesia e Narrativa "Città di Recco"

Partecipazione di Konstantinos Kokologiannis con il poema “Ira e disperazione” vincendo il 4° Premio



Ira e disperazione

Macchine se ne vanno, macchine arrivano,
tutti hanno da qualche parte di andare.
Ed io fermo
dentro la mia macchina nera a guardare
Nero come i miei polmoni dalle sigarette
Nero come la mia anima.

Voglio piangere!
Mi vergogno.
In tutta la mia vita mi vergogniavo
Mi vergogno
per me stesso
per i problemi che non si risolvono
come un matematico indovinello.

Voglio piangere!
Ho paura
Paure che mangiano la mia anima..

Sto impazzendo!
Voglio piangere!
Voglio ridere!
Voglio distruggere
la mia macchina nera,
il mio ego nero..
Voglio gridare!
Voglio urlare,
finchè non avrò più voce.

Cosa mi trattiene e non lo faccio?

Una voce paterna, severa,
che sempre conosce la cosa migliore per me,
anche se lei è responsabile per la mia abiezione.
Una padre paterna mi dice:
‘Non si affrontano così i problemi, non sono cose normali queste’.

Sta zitto padre!
Mi hai annoiato, tu e le tue parole
Sta zitto!
Sta zitto, finalmente!

Cosa è logico?
E’ logico di essere in tre?
E’ logico quando sta con me e pensa un altro, telefona in un altro,
scambia messaggi con un altro?
E’ logico di fare l’amore
e di avere l’impessione che sta pensando l’altro?

E tutto questo, lo provocato io, padre!
Io con la vostra fottuta educazione.

Sta zitto padre!
Sta zitta madre!
Uscite dalla mia mente!
Uscite dalla mia vita!

Ho perso tutto..
Ho perso il mio amore..
Sono stanco..
Voglio chiudere i miei occhi per sempre. 


Questa poesia la trovate nella prima raccolta poetica di Konstantinos Kokologiannis intitolata "Anima", Ta.Ti. Edizioni quì

Raccolta poetica "La Maschera" Poesia e Rivoluzione

Partecipazione di Konstantinos Kokologiannis con il poema “La Maschera”



La Maschera

Sorrido, rido, faccio scherzi
La maschera

Non sono geloso, non mi arrabbio, ho pazzienza
E’ colpa della maschera

Sento gelosia? Sento rabbia?... Non lo so
E’ la maschera

Chi sono?
Cosa sento?
Ma sento qualcosa?!!
Catatonia... è la maschera

La butto via!
L’ho buttata?...

Sono io?
Chi sono io?
La Maschera


Questa poesia la trovate nella prima raccolta poetica di Konstantinos Kokologiannis intitolata "Anima" Ta.Ti. Edizioni quì